Το
ελαφροσκυρόδεμα είναι ελαφροβαρές κατασκευαστικό υλικό γνωστό από την αρχαιότητα. Το Κολοσσαίο και το Πάνθεον κατασκευάσθηκαν εν μέρει από παρόμοιο υλικό, το οποίο περιέχει μίγμα ελαφροβαρών αδρανών από λάβα, θραυστούς οπτόπλινθους και
κίσηρη (ελαφρόπετρα).
Από πρακτική άποψη, ως δομικό χαρακτηρίζεται το ελαφροσκυρόδεμα που προορίζεται για την ανάληψη φορτίων στην κατασκευή. Από τις πρώτες εφαρμογές του υλικού αυτού αναφέρεται κατά τον Β΄ Παγκοσμιο Πόλεμο η ναυπήγηση στις ΗΠΑ 104 πλοίων χωρητικότητας από 3 έως 140.000 τόνους. Οι επιδόσεις του δομικού ελαφροσκυροδέματος σε αυτή την εφαρμογή οδήγησαν στην συνέχεια στην εκτεταμένη χρήση του για την κατασκευή κτηρίων και γεφυρών. Σημαντικές μελέτες για τις εφαρμογές του δομικού ελαφροσκυροδέματος, κυρίως με ορυκτής προέλευσης τεχνητά αδρανή, έχουν γίνει από χώρες της ΕΕ και από το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα EuroLightCon (1988).
Η χρήση δομικού ελαφροσκυρόδεματος στην Ελλάδα δεν προβλέπεται από τον ΚΤΣ97 ούτε από τον ΕΚΩΣ2000. Το παραγόμενο σκυρόδεμα με ελαφρά αδρανή (κίσηρη, διογκωμένη πολυστερίνη, διογκωμένος περλίτης) χρησιμοποιείται μόνο σε μη δομικές εφαρμογές (γεμίσματα δαπέδων, δημιουργία ρύσεων, θερμομόνωση-ηχομόνωση). Αντίθετα, στο ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο (Ευρωκώδικας-2, EN-206-1) προβλέπεται από το 2000 η χρήση ελαφροσκυροδέματος με κατηγορίες αντοχής που εκτείνονται από LC8/9 έως και LC80/88 (χαρακτηριστική αντοχή κυλινδρικού δοκιμίου 80 MPa).
Σχετικά με την πυκνότητα του ελαφροσκυροδέματος και των ελαφροβαρών αδρανών, το πρότυπο ΕΝ 206-1 ορίζει ότι η ξηρή πυκνότητα του ελαφροσκυροδέματος πρέπει να βρίσκεται στην περιοχή από 800 έως 2000 kg/m3 τα δε αδρανή χαρακτηρίζονται ως ελαφροβαρή όταν η ξηρή πυκνότητα κόκκου είναι μικρότερη από 2000 kg/m3 ή όταν η ξηρή και χαλαρή πυκνότητα σωρού είναι μικρότερη από 1200 kg/m3.
Τα ευρωπαϊκά πρότυπα δεν ορίζουν περιοχή αντοχών για το δομικό ελαφροσκυρόδεμα, ενώ το ACI ορίζει ως ελάχιστη αντοχή κυλινδρικού δοκιμίου τα 17 MPa. Σύμφωνα με τις τρέχουσες εφαρμογές στην Ελλάδα, θα μπορούσε η κατηγορία αντοχής LC20/22 να θεωρηθεί ως η ελάχιστη για το δομικό ελαφροσκυρόδεμα χωρίς φυσικά αυτό να αποτελεί προδιαγραφή.
Το δομικό ελαφροσκυρόδεμα χαρακτηριστικής αντοχής 25 MPa εμφανίζει το πλεονέκτημα της μειωμένης ξηρής πυκνότητας (~1500 kg/m3) σε συνδυασμό με την μειωμένη θερμική αγωγιμότητα (λ~0,6 W/m/K). Με την χρήση δομικού ελαφροσκυροδέματος η μείωση της μάζας της κατασκευής διευρύνει το πλήθος των δομικών λύσεων (προσθήκες καθ΄ ύψος, εφαρμογές σε σεισμικό περιβάλλον, αλλαγή δομής οπλισμού) και συμβάλλει στην θερμομόνωση των κατασκευών.
Η ανάπτυξη των διαφόρων τύπων ελαφροσκυροδέματος με αδρανή ορυκτής προέλευσης εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τα τοπικά διαθέσιμα ελαφροβαρή αδρανή τα οποία μπορεί να είναι φυσικά (κίσηρη, βασαλτική σκωρία) ή τεχνητά (διογκωμένος περλίτης, διογκωμένη άργιλος). Τελευταία χρησιμοποιούνται τεχνητά ελαφροβαρή αδρανή με βάση την ιπτάμενη τέφρα.
Το φυσικό ελαφροβαρές αδαρνες που βρίσκεται στην Ελλαδα είναι η κίσηρη η οποία εξορύσσεται από την ΛΑΒΑ ΑΕ. Η κίσηρη είναι φυσικό ηφαιστειογενές υλικό για την διόγκωση του οποίου δεν απαιτείται θερμική ενέργεια σε αντίθεση με τα άλλα τεχνητά ελαφροβαρή αδρανή. Μεταξύ των άλλων εφαρμογών χρησιμοποιείται στην παραγωγή ελαφροβαρούς
κισηροδέματος. Η ελληνική κίσηρη παρουσιάζει τη μεγαλύτερη θλιπτική αντοχή μεταξύ όλων των άλλων ελαφρών αδρανών ορυκτής προέλευσης με αντίστοιχη επίδραση στην αντοχή του κισηροδέματος.
Η Lafarge Γαλλίας χρησιμοποιεί την κίσηρη για την σύνθεση του θερμομονωτικού ελαφροσκυροδέματος ThermediaR. Ανεξάρτητα, η Lafarge Βeton στη Ελλάδα έχει αναπτύξει την τεχνογνωσία για την παραγωγή και διάθεση κισηροδέματος σε μη δομικές εφαρμογές (ελαφροβαρή γεμίσματα, θερμοηχομονωτικές εφαρμογές, δάπεδα από κισηρόδεμα με επιφανειακή επεξεργασία).
Με σκοπό την τεχνική τεκμηρίωση του δομικού κισηροδέματος και την εισαγωγή του στο ελληνικό κανονιστικό πλαίσιο, η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ εκπονεί ως ανάδοχος το ερευνητικό εγχείρημα
716-ΒΕΤ-2013 ΔΟΜΙΚΟ ΕΛΑΦΡΟΣΚΥΡΟΔΕΜΑ ΥΨΗΛΗΣ ΕΠΙΤΕΛΕΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΜΕ ΚΙΣΗΡΗ σε συνεργασία με το Εργαστήριο Οπλισμένου Σκυροδέματος του ΕΜΠ. Το έργο εποπτεύεται από την ΓΓΕΤ και δέχεται δημόσια οικονομική ενίσχυση στο πλαίσιο της πράξης «Πρόγραμμα Ανάπτυξης Βιομηχανικής Έρευνας & Τεχνολογίας (ΠΑΒΕΤ) 2013» του ΕΠΑΝ ΙΙ και των περιφερειών μεταβατικής στήριξης του ΕΣΠΑ 2007-2014. Τα αποτελέσματα του έργου παρουσιάζονται στην παρούσα ιστοσελίδα.